- περιάγομαι
- περϊάγομαι , περιάγωleadpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιάγω — ΝΜΑ οδηγώ κάποιον ή κάτι γύρω, περιφέρω (α. «ἄγγελος... στολήν σε... ἠμφίασε καὶ ὡς νύμφην περιήγαγε», Μηναί. β. «τὸ δὲ ἱππικὸν εἰς τὸ Μαιάνδρου πεδίον περιήγαγε», Ξεν.) νεοελλ. κάνω κάποιον να έλθει σε δύσκολη κατάσταση («η χαρτοπαιξία τόν… … Dictionary of Greek
ՅԱԾԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0314 Chronological Sequence: Early classical, 6c ձ. ῤεμβεύω, ομαι, ῤέμβομαι, πλάζομαι vagor, erro, temere, inambulo եւն. περιάγομαι circumagor ἑμπεριπατέω obambulo. Յայսկոյս յայնկոյս ընդ վայր ածիլ. տարաբերիլ. շրջիլ. թափառիլ. յուզիլ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՇՐՋԱԳԱՅԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0496 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 9c, 11c, 12c ձ. περιπατέω ambulo, pervagor. իտ. girare. περιάγομαι , συμπεριάγομαι circumferor. Շուրջ գալ. շրջիլ՝ իբր շրջանս իմն առնելով. զգնալ. եւ շրջաբերիլ, պարբերիլ. շուրջ գալ զիւիք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)